Η Διεθνής Διαφάνεια χαιρετίζει τη νέα νομοθεσία ορόσημο για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και των ανώνυμων κρυφών εταιριών που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αναθεωρήσεις της 4ης «Οδηγίας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος», που έγιναν αποδεκτές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα στον αγώνα κατά της διαφθοράς και ξεπερνούν τις βασικές αρχές που είχαν τεθεί από τους αρχηγούς των G20 τον περασμένο Νοέμβριο.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι η τελική νομοθετική ρύθμιση θα υστερεί στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας σχετικά με τους «πραγματικούς» ιδιοκτήτες που κρύβονται πίσω από εταιρίες και ομίλους -απαίτηση που έχει εκφραστεί από ακτιβιστές κατά της διαφθοράς διεθνώς. Η ταυτότητα πολλών ατόμων που εμπλέκονται σε σκάνδαλα μεγαλοδιαφθοράς κρύβεται πίσω από τη λειτουργία ανώνυμων εταιριών, ομίλων και άλλων νομικών προσώπων.
Στο πλαίσιο του νέου νόμου, πλήρης πρόσβαση στα στοιχεία των πραγματικών ιδιοκτητών των επιχειρήσεων θα έχουν οι διωκτικές αρχές και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς μέσα από κεντρικά μητρώα που θα δημιουργηθούν στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μερική πρόσβαση θα επιτρέπεται σε συγκεκριμένες ομάδες πολιτών, όπως σε δημοσιογράφους-ερευνητές και σε ΜΚΟ, εφόσον αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον. Μειονέκτημα της όλης διαδικασίας αποτελεί η επιπλέον γραφειοκρατία που απαιτείται για τη διαχείριση των αιτημάτων, η οποία θα μπορούσε να επιβραδύνει τις έρευνες. Για τους επιχειρηματικούς ομίλους, όλες οι πληροφορίες θα συγκεντρώνονται σε κλειστά κεντρικά μητρώα, προσβάσιμα μόνο από κρατικούς φορείς και δεν θα είναι διαθέσιμα στο κοινό.
«Η απόφαση να δοθεί πρόσβαση σε όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τα ίχνη των χρημάτων που προέρχονται από συναλλαγές διαφθοράς, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Ωστόσο, ένα σύστημα με περιορισμένη πρόσβαση μπορεί να γίνει πιο περίπλοκο και ακριβό καθώς και να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για απορριφθούν ουσιαστικά αιτήματα για δημόσια πρόσβαση των δεδομένων. Παραμένει ασαφής ο τρόπος με τον οποίο οι χώρες θα αξιολογούν ποιος έχει “έννομο συμφέρον”», τονίζει ο Carl Dolan, Διευθυντής του Γραφείου Διασύνδεσης της Διεθνούς Διαφάνειας στην ΕΕ (Transparency International-EU Office). «Τελικά ο συμβιβασμός μπορεί να σημαίνει ότι αντικαθίσταται ένα μεγάλο κενό του νόμου με πολλά μικρά παραθυράκια».
Σύμφωνα με έρευνα της οργάνωσης “Global Financial Integrity”, σχεδόν 70 δις δολλάρια μεταφέρθηκαν παράνομα εντός και εκτός των αναδυόμενων οικονομιών της ΕΕ το 2011. Παράλληλα, το ποσοστό ανίχνευσης των παράνομων κεφαλαίων από τις διωκτικές αρχές παγκοσμίως εκτιμάται ότι είναι κάτω από 1% για έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες ενώ το ποσοστό κατάσχεσης 0,2% (UNODC). Σύμφωνα με ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και των Ηνωμένων Εθνών, το 70% για πάνω από 200 υποθέσεις μεγαλοδιαφθοράς, αφορά ανώνυμες κρυφές εταιρίες και ομίλους που κρύβουν την ταυτότητα διεφθαρμένων πολιτικών.
«Η απαίτηση της απόδειξης “έννομου συμφέροντος” για δημόσια πρόσβαση έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της διαφάνειας, και θέτει εμπόδια στους πολίτες, αντί να εμποδίσει τους εν δυνάμει εγκληματίες οι οποίοι χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ σαν το προσωπικό τους πλυντήριο», επισημαίνει η Nienke Palstra, από το Γραφείο Διασύνδεσης της Διεθνούς Διαφάνειας στην ΕΕ.
Με την αποδοχή της Οδηγίας, τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία δύο έτη για να εντάξουν τα νέα πρότυπα στην εθνική τους νομοθεσία. Η Διεθνής Διαφάνεια ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Δανίας και της Ολλανδίας, οι οποίες σχεδιάζουν να δώσουν πλήρη πρόσβαση στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων επιχειρήσεων.
Η τελική συμφωνία βελτιώνει την αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2013, διότι προβλέπει τη δημιουργία Κεντρικών Μητρώων που συγκεντρώνουν πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους των ομίλων και άλλων νομικών προσώπων και εταιριών. Θα πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια για την ένταξη αυτών των σημαντικών αναθεωρήσεων στη νέα νομοθεσία στις διαπραγματευτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ιταλικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ.
Για περισσότερες πληροφορίες:
Nienke Palstra – EU Policy Officer
Τηλ: +32 2 89 32 457
Email: npalstra@transparency.org