«Κρούοντας το καμπανάκι της διαφθοράς»
(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/9/2011)
Μέτρα ενθάρρυνσης, προστασίας και επιβράβευσης όσων συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς έχουν αποβεί σε αρκετές χώρες αποτελεσματικά για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις ΗΠΑ, από το 1986 έχουν ανακτηθεί 24 δις δολάρια περίπου ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας (False Claims Act) που παρέχει κίνητρα για αποκάλυψη σκανδάλων.
Στη χώρα μας αυτό το όπλο κατά της διαφθοράς έχει κατά κάποιο τρόπο αμεληθεί, με δύο πρόσφατες εξαιρέσεις. Η πρώτη προέρχεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και αφορά μέτρα προστασίας και επιείκειας για όσους εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, αλλά είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν για να ελαφρύνουν τη θέση τους. Η δεύτερη, πιο πρόσφατη, καλείται να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή, προσφέροντας αμοιβή ή «μορατόριουμ φορολογικών ελέγχων» σε όσους καταγγείλουν -και πιστοποιηθεί- δωροδοκία υπαλλήλου ή φορολογική παράβαση.
Ποιο όμως το αποτέλεσμα? Ούτε περισσότερα σκάνδαλα αποκαλύπτονται ούτε συλλαμβάνονται περισσότεροι φοροφυγάδες στη χώρα μας, διότι οι διατάξεις αυτές αποσπασματικά αντιμετωπίζουν το ζήτημα, ως συνήθως συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα. Η Πολιτεία δεν έχει ουσιαστικά αγκαλιάσει και πιστέψει το θεσμό της αποκάλυψης πράξεων διαφθοράς ώστε να μπορέσει να προσφέρει κίνητρα και προστασία στα πρόσωπα που καλόπιστα προσφέρουν πληροφόρηση.
Η διστακτικότητα της Πολιτείας είναι ίσως δικαιολογημένη, αν κανείς ανατρέξει στην ιστορική πορεία της Ελλάδας και αναλογιστεί την κουλτούρα μας. Ο πληροφοριοδότης ήταν ο συνεργάτης των κατακτητών, δηλαδή προδότης, ρουφιάνος, καταδότης. Πώς λοιπόν το μέτρο να ευδοκιμήσει, έχοντας μια τέτοια προϊστορία? Και ακόμα περισσότερο, σε μια χώρα η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη μέτρου, στην οποία κυριαρχεί ο φθόνος και η μικροπρέπεια αντί της καλής πίστης, η παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών όχι μόνο κλονίζει την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών, αλλά πυρπολεί την κοινωνική αλληλεγγύη.
Όμως ο θεσμός της προστασίας «καταμηνυτών της διαφθοράς» δεν αφορά εκκολαπτόμενους ρουφιάνους, αλλά ευσυνείδητους πολίτες, δηλαδή πολίτες που αντιδρούν στα κακώς πεπραγμένα, που απαιτούν λογοδοσία, που διεκδικούν το δικαίωμά τους για ακεραιότητα και αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Είναι άδικο να ταυτίζουμε τους ενεργούς αυτούς πολίτες με τους καταδότες, θα έλεγα ότι βρίσκονται ακριβώς στον αντίποδα. Διακατέχονται από αρετές και ηθικές αξίες και όχι φθόνο, ενεργούν για το συλλογικό συμφέρον και όχι για ίδιον όφελος.
Αυτούς λοιπόν τους πολίτες πρέπει να προστατεύσουμε από τα κυκλώματα και να κινητοποιήσουμε, ώστε να χτυπήσουμε τη μάστιγα της διαφθοράς στη ρίζα της. Δεν είναι τυχαίο ότι η προστασία προσώπων που κάνουν καταγγελίες για αδικήματα διαφθοράς προβλέπεται από τη Συνθήκη του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς, την οποία και η Ελλάδα καλείται να εφαρμόσει. Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα του μέτρου επιβεβαιώνεται από την τρέχουσα επικαιρότητα. Στο σκάνδαλο της SIEMENS, η κύρια πηγή πληροφόρησης ήρθε από το εξωτερικό, η δε απουσία Ελλήνων πληροφοριοδοτών θέτει εμπόδια στη διαλεύκανση του ζητήματος. Τα πιθανά σκάνδαλα για τα οποία δεν υπάρχουν διασυνδέσεις με το εξωτερικό, πως θα τα ανακαλύψουμε;
Δεν θα επιχειρηματολογήσω για το αν η καλόπιστη παροχή πληροφοριών είναι ο μόνος τρόπος αποκάλυψης μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς. Υπάρχουν βέβαια και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας που εάν δούλευαν σωστά θα μπορούσαν να φέρουν αποτελέσματα. Όμως, οι υποθέσεις διαφθοράς υποθάλπτουν, συνήθως, ένα πολύπλοκο κύκλωμα συνεργατών, το οποίο δύσκολα έρχεται στην επιφάνεια αν δεν υπάρχει εσωτερική πληροφόρηση.
Η Πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει το θέμα της προστασίας, της ενθάρρυνσης και της επιβράβευσης των προσώπων που προβαίνουν σε αποκαλύψεις από μια νέα σκοπιά, όχι ανατρέχοντας στο σκοτεινό παρελθόν με το φόβο της προδοσίας, αλλά κοιτώντας μακροπρόθεσμα στο μέλλον και στη διαμόρφωση προτύπων ακεραιότητας. Παραδείγματα και εμπειρίες άλλων χωρών (όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ) δίνουν λύσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή του μέτρου. Μέτρα για την προστασία και την κινητοποίηση όσων συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ταμπού αλλά κατοχυρώνονται από την ελευθερία έκφρασης.