Μόνο 4 χώρες προωθούν σθεναρά κανόνες που έχουν διαμορφωθεί εδώ και 15 χρόνια για τη διατήρηση καθεστώτος δικαιοσύνης στο παγκόσμιο εμπόριο.
«Πολλές κορυφαίες οικονομικά χώρες έχουν αποτύχει να βάλουν φραγμούς στις εταιρίες τους και να τις αποτρέψουν από την εξάπλωση της διαφθοράς σε όλο τον κόσμο», προειδοποιεί η ομάδα καταπολέμησης της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας, στην ετήσια Έκθεση προόδου για την εφαρμογή «Συνθήκης κατά της Διαφθοράς» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σχεδόν 15 χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης, μόνο 4 από τις 41 χώρες που την έχουν επικυρώσει, ερευνούν αποτελεσματικά και επιβάλλουν κυρώσεις στις εταιρίες που εξαπατούν τους φορολογούμενους όταν δωροδοκούν ξένους δημόσιους λειτουργούς είτε για να εξασφαλίσουν ή να «φουσκώσουν» συμβόλαια, είτε για ν’ αποκτήσουν άδειες και προνόμια. Σύμφωνα πάντα με την πρόσφατη Έκθεση, 5 χώρες έχουν αξιολογηθεί ότι ασκούν μέτριες πιέσεις, ενώ άλλες 8 χώρες ότι ασκούν περιορισμένες πιέσεις.
«Για να πετύχει η “Συνθήκη κατά της Διαφθοράς” μία ριζική αλλαγή στον τρόπο που οι εταιρίες λειτουργούν, χρειαζόμαστε έναν μεγάλο αριθμό κορυφαίων εξαγωγέων για να την εφαρμόζουν ουσιαστικά, ώστε οι άλλες χώρες να είναι αναγκασμένες να ακολουθήσουν», δήλωσε ο Jose Ugaz, Πρόεδρος του παγκόσμιου κινήματος της Διεθνούς Διαφάνειας. «Δυστυχώς απέχουμε πολύ ακόμη από αυτό το σημείο, κι αυτό σημαίνει ότι το όραμα ενός διεθνούς εμπορίου απαλλαγμένου από τη διαφθορά παραμένει ακόμη πολύ μακρινό».
Όπως προκύπτει από την Έκθεση, 22 από τις χώρες που έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη του ΟΟΣΑ κάνουν πολύ λίγα ή ακόμη και τίποτε για την εφαρμογή της. Οι 22 αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν το 27% των παγκόσμιων εξαγωγών. Η Διεθνής Διαφάνεια δήλωσε ότι η πίεση που ασκείται για την εφαρμογή της Συνθήκης είναι πολύ μικρή διότι οι διωκτικές αρχές δεν έχουν την απαραίτητη πολιτική στήριξη για να «κυνηγήσουν» μεγάλες εταιρίες, ειδικά στις περιπτώσεις που το ενδιαφέρον για την εθνική οικονομία δίνει το άλλοθι για την καταπάτηση οποιασδήποτε δέσμευσης κατά της διαφθοράς. Επιπλέον, οι διωκτικές αρχές συνήθως δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να ερευνήσουν πολύπλοκα οικονομικά εγκλήματα.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να δραστηριοποιηθούν κατά των κρυφών περιουσιακών στοιχείων των εταιριών.
«Μια αιτία που η δωροδοκία ανθεί σε διεθνείς, διασυνοριακές επιχειρήσεις -αν και παράνομα- είναι ότι αυτοί που διενεργούν ελέγχους στερούνται πόρων για να παρακολουθήσουν τις περίπλοκες τεχνικές ξεπλύματος χρήματος, που ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν δωροδοκίες», επισημαίνει η Διεθνής Διαφάνεια.
Στις μέρες μας, Συμφωνίες που έχουν συναφθεί με διεφθαρμένες πρακτικές, όλο και περισσότερο καλύπτονται από πολύπλοκα εταιρικά μορφώματα που είναι υπεράνω υποψίας και των οποίων οι τελικοί δικαιούχοι είναι άγνωστοι ακόμη και στις αρχές.
«Ο ΟΟΣΑ πρέπει να βοηθήσει τις αρχές να συνεργαστούν διακρατικά, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την ολοένα εξελισσόμενη διασυνοριακή φύση του εγκλήματος», τονίζει η Διεθνής Διαφάνεια. Η Ομάδα κατά της διαφθοράς επανέλαβε το αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους G20 να διασφαλίζουν τη δημοσίευση των τελικών δικαιούχων σε δημόσια αρχεία εταιρικών πληροφοριών.
«Τα 15 χρόνια θα έπρεπε να είναι αρκετά για την εφαρμογή αυτών των δεσμεύσεων. Ο ΟΟΣΑ εργάστηκε σκληρά για να κάνει την Συνθήκη ένα ισχυρό εργαλείο και πίεσε τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν αυστηρούς νόμους. Τώρα χρειάζεται να εξασφαλισθεί ότι οι αρχές έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ισχύ των διασυνοριακών δικτύων», τονίζει ο Ugaz.
Η Συνθήκη υιοθετήθηκε το 1997 και τέθηκε σε ισχύ στις 15 Φεβρουαρίου 1999.
Οι 4 χώρες που εφαρμόζουν αποτελεσματικότερα τη Συνθήκη (Γερμανία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες) έκλεισαν 225 υποθέσεις και άνοιξαν 57 νέες από το 2010 έως το 2013. Παράλληλα, 35 χώρες έκλεισαν 20 υποθέσεις και άνοιξαν 53 νέες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι 20 χώρες δεν έχουν απαγγείλει καμιά κατηγορία για διασυνοριακή διαφθορά από εταιρίες, κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Ο Καναδάς είναι η μόνη χώρα που παρουσιάζει σημαντική βελτίωση από την Αναφορά του περασμένου χρόνου, έχοντας βελτιώσει σημαντικά το νόμο περί «διασυνοριακής δωροδοκίας» και έχοντας ξεκινήσει αρκετές έρευνες υποθέσεων δωροδοκίας.
Επίσης, 9 από τις 20 χώρες με λιγότερη διαφθορά στο δημόσιο τομέα κάνουν από ελάχιστα έως και τίποτε για να διασφαλίσουν ότι οι εταιρίες τους εφαρμόζουν τα ίδια πρότυπα στο εξωτερικό, επιτρέποντας έτσι στις εταιρίες αυτές να συμβάλουν στη διαφθορά του δημοσίου τομέα τρίτης χώρας.
Τέλος, 9 από τις 20 χώρες των G20 ανήκουν στην κατηγορία της μηδαμινής ή ελάχιστης εφαρμογής, που σημαίνει ότι έχουν αποτύχει αναφορικά με την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί στο σχέδιο δράσης των G20 για την πάταξη της διαφθοράς.